εχεμύθεια — και εχεμυθία (ΑΜ ἐχεμυθία) η ιδιότητα τού εχέμυθου, το να κρατάει κάποιος για τον εαυτό του το μυστικό που τού εμπιστεύθηκε κάποιος, η μυστικότητα, η σιωπή («πρόχειρα ἔχοντα τὰ τῆς ἐχεμυθίας ἐγκώμια», Πλούτ.) αρχ. φρ. «ἡ πυθαγόρειος ἐχεμυθία» η… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
εμπιστευτικός — ή, ό αυτός που προϋποθέτει ή επιβάλλει εχεμύθεια, ή μυστικότητα («εμπιστευτική πληροφορία, έγγραφο, θέση κ.λπ.») … Dictionary of Greek
εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… … Dictionary of Greek
εξαγορεία — ἐξαγορεία, η (AM) [εξαγορεύω] η εκμυστήρευση, η αποκάλυψη μυστικών υπό εχεμύθεια μσν. η εξομολόγηση ως μυστήριο … Dictionary of Greek
εξαγορεύω — και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) [αγορεύω] 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια 2. (για πνευματικό) εξομολογώ 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό 5. μέσ. εξαγορεύομαι εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου μσν.… … Dictionary of Greek
εχερρημοσύνη — ἐχερρημοσύνη, ἡ (Α) εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + ρήμα «λόγος», κατά τα θηλ. σε οσύνη] … Dictionary of Greek
μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 … Dictionary of Greek
μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… … Dictionary of Greek
μυστικότητα — η 1. το να είναι ή να τηρείται κάτι μυστικό 2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek